«Τσέκαρε το πρόγραμμα σου δε ξέρω τι θα κάνεις, εσύ ξεχνάς κιόλας… 18 Σεπτέμβρη να ‘σαι ελεύθερη» μου λέει «έρχονται οι Tindersticks!» και δε σηκώνει κι αντίρρηση. Αφού μερικές φορές σκέφτομαι αν ήταν αυτή η manager των Tindersticks, θα είχαν γίνει «πιο γνωστοί κι απ’ το Χριστό».
Μπαίνουμε στο Principal με την ίδια αγωνία που έχεις όταν πας πρώτη μέρα στο σχολείο. Όχι αγωνία για τη συναυλία, όχι, αλλά για το κάπνισμα. Τι συναυλία θα ‘ναι αυτή αν δε μπορείς να καπνίσεις; «Ελεύθερα» απάντησε ο πορτιέρης στην κρίσιμη ερώτηση και το χαμόγελο άστραψε υπερπαραγωγή. Ευτυχώς γιατί ο Desperate man θα έβρισκε το άλλο του μισό. Ήταν ακόμη νωρίς. 20.35. Βλέπεις πέρυσι αργήσαμε στο ραντεβού της 20ης Φεβρουαρίου και όταν είχαμε φτάσει, η αίθουσα κάτω απ’ το μεγαλοπρεπή ξύλινο θόλο ήταν ασφυκτικά γεμάτη. Όποιος παθαίνει, αν είναι έξυπνος αρκετά, μαθαίνει. Ο χώρος σχεδόν άδειος, διάφοροι διάσπαρτοι, στο bar κάποιοι άλλοι… Καθίσαμε σ’ ένα τραπεζάκι αριστερά της σκηνής, στο ίδιο σημείο απ’ όπου τους είχα παρακολουθήσει και το ‘09. Άξαφνα μπροστά στα μάτια μου ζωντάνεψε ο Stuart Staples με τη βελούδινη φωνή, τον κόκκινο προβολέα να τον λούζει, δίπλα ο David Boulter σκυμμένος στα keyboards και τα κύμβαλα, πιο κει ο Neil Fraser και ο Dan McKinna με τις κιθάρες και τα μπάσα στα χέρια, ο Andy Nice καθιστός πίσω απ’ το βιολοντσέλο του, ο Thomas Belhom να χτυπάει τα ντραμς και ο Terry Edwards να φυσάει το σαξόφωνο του˙ κι όλοι αυτοί σ’ ένα περιτύλιγμα μελένιου λυρισμού, μενεξελί καπνού και τριανταφυλλόχρωμων ψυχεδελικών φωτισμών. Κάτι τέτοιο περίμενα και σ’ αυτή μας τη συνάντηση.
21.20. Πιάνουμε κερκίδα. Η αρένα ακόμα κενή. Ο κόσμος δεν ήταν πολύς αυτή τη φορά, μάλλον μόνο οι εθισμένοι προσήλθαν. Ο σβέλτος τεχνικός αποθέτει τις άσπρες πετσέτες πάνω στις κονσόλες και τα ηχεία και γίνεται καπνός σαν το τζίνι. Άντε να δούμε τι support θα μας τύχει και φέτος σκέφτομαι. Άλλη μια ώρα όρθια για το τίποτα. Κάνω μια τζούρα κοιτάζω πίσω μου˙ ο κόσμος ακόμα χαλαρώνει στα καθίσματα γύρω απ’ τη σκηνή. Είμαστε στην πρώτη σειρά δίπλα σχεδόν στο κιγκλίδωμα της σκηνής. Η Ρίτα με σκουντάει, μου νεύει και μου λέει «αυτοί μάλλον μπερδεύτηκαν, στους prodigy ήθελαν να πάνε» και γελάω.
Και τότε το τζίνι κάνει το θαύμα του. Βλέπω, τους βλέπω να ξεπροβάλλουν ένας ένας, να παίρνουν τις θέσεις τους και δε μπορώ να το πιστέψω. O Staples με μπλουτζίν, σακάκι, το πουκάμισο να κρέμεται απ’ έξω˙ ο Andy με ξυρισμένο κεφάλι και γιλέκο βρίσκει τη θέση του στο αριστερό τέρμα του παλκοσένικου. Ακολουθούν οι συνήθεις ύποπτοι David, Dan και Neil καθώς και τα δύο νέα μέλη-αντικαταστάτες, ο φολκ Ιρλανδός David Kitt και ο Νεοϋορκέζος Earl Harvin. Ο πρώτος με το μαλλί αφάνα, χαλαρές μπούκλες που σκεπάζουν το πρόσωπο, μοιάζει λες και ανέβηκε σε stage του Woodstock˙ παράταιρος κι απαραίτητος, λίγο αλαφροΐσκιωτος ίσως, στέκεται πίσω απ’ τον τσελίστα. Ο ντράμερ με γκρι κοντομάνικο πουκάμισο και ασημοΰφαντη γραβάτα ίδιος με ήρωα βγαλμένο απ’ το Σικάγο του ‘20. Βολεύεται πίσω απ’ τα ντραμς σαν πιανίστας που ετοιμάζεται να ξεσηκώσει τις μάζες σε ασφυκτικό καμπαρέ παρακμιακής μητρόπολης.
Χωρίς χαιρετισμό, χωρίς καθυστερήσεις, χωρίς να χρονοτριβούν. Αρχίζουν να χτυπάν το ντέφι και τα ντραμς, μπαίνουν το σαξόφωνο και το μπάσο (αχ αυτό το μπάσο…), ακολουθούν κιθάρα και μαράκες και σχηματίζουν στον αέρα το πρώτο κομμάτι. Εν ριπή οφθαλμού η πλατεία γεμίζει. Κοιτάω αυτούς που μπέρδεψαν τους Prodigy με το Principal˙ τι θα λένε; «Καλούτσικο αυτό το support, αλλά άντε… οι Prodigy πότε θα βγουν;!». Γελάω και γυρίζω στη σκηνή.
Ομολογώ ότι τον νέο δίσκο δεν τον είχα ακούσει. Βaby come home τους ακούω να μου ψιθυρίζουν. «Μα είμαι σπίτι!» ήθελα να φωνάξω στους πρωταγωνιστές της πανδαισίας. Jazz ήχος περίεργα χαρούμενος, χωρίς να ξενίζει, με τη φωνή του Staples να σου υπενθυμίζει ποιους ήρθες να δεις. Λίγα βήματα πιο μπροστά απ’ τον ντράμερ στέκεται ο Neil να θυμίζει πρωταγωνιστή σε ταινία των Monty Pythons. Ενώ αγκαλιάζει την τυρκουάζ μικροσκοπική κιθάρα, ανάμεσα σ’ αυτόν και τα πλήκτρα στέκεται ο ψηλός, και πιο όμορφος απ’ ότι θυμόμουν, McKinna, με τσάκιση στο παντελόνι και ένα βλέμμα γλυκό σα μελομακάρονο.
Bathtime… and is the thought of you in my mind that keeps me here.
Και είναι οι σκέψεις μου που κάνουν το πρώτο δάκρυ να κυλήσει στο μάγουλο, ζεστό και φορτισμένο με αναμνήσεις, με πόθους και πάθος. Πριν καλά καλά το σκουπίσω, τo μάτι συναντάει αυτά του Andy ο οποίος απορεί, χαμογελάει και συνεχίζει να παίζει τσέλο. Συνειδητοποιώ ότι παρόλο που βουρκώνω, ευτυχία με τυλίγει, με συνεπαίρνει και χαμογελάω συνάμα. Τόση ένταση πώς να την αντέξω…
Η τρυφερή φωνή του Staples χαϊδεύει τα αυτιά μου όπως αυτός χαϊδεύει με τα δάχτυλα του το μικρόφωνο. Τα μάτια του ακόμα κλειστά. Οι χορδές απ’ το τσέλο πάλλονται και μαζί τους λιώνω. Ο Boulter παίζει το ντέφι, ο Fraser όρθιος στηρίζει το μπάσο στο γόνατο του και ο Earl χτυπάει τα τάμπουρα με τα σκουπάκια σαν να ανακατεύει, μαγειρεύοντας εξωτικά εδέσματα στην κουζίνα του. «Είδα τους Tindesticks» σκέφτομαι, «και δε θα το πιστέψεις είχαν κι ένα μαύρο μάγειρα μαζί τους».
Jism φωνάζει ο άλλος που στέκεται πίσω μου.
Και μετά την απόλυτη σιγή ο Staples αλλάζει, φοράει το πόντσο του, ο Neil πιάνει το πάντσο του, ο Boulter τις μαράκες του και ο David καβαλάει το άλογο του. Η άγρια Δύση ξεπηδάει απ’ τα σκονισμένα σανίδια της σκηνής και ο κακός, ο κακός και ο άσχημος μου κλείνουν συνωμοτικά το μάτι. Πιστολέρος, βακέρος, σπιρούνια που κουδουνίζουν και νιώθω σαν χρυσοθήρας που ανακαλύπτει φλέβα χρυσού 24 καρατίων…She rode us down…
Συνεχίζουν με φως και αισιοδοξία (!) μια πολυφωνική χορωδία, χτυπώντας παλαμάκια, γελώντας, ζητώντας μου να κάνουμε μια καινούρια αρχή… Και μετά; Μετά συνεχίζουν μέχρι ν’ αγγίξουν τα άδυτα της αβύσσου, βουλιάζουν στην προσωπική Μασσαλία του Stuart. Ο μετρονόμος με υπνωτίζει, μαύρο μέλι ρέει στο πάτωμα και αιχμαλωτίζει τις σκοτεινές ψυχές. Ιερή σιγή στην αίθουσα κι απ’ την κορυφή γκρεμίζομαι στον πάτο. Όλη η συναυλία μια διαρκής εναλλαγή άπλετης ευτυχίας και απόλυτης δυστυχίας. Τη μιά σε δέρνω και μετά σε φιλάω. Πρώτα το φθαρμένο παλιό και μετά το απογειωτικό καινούριο. Πρώτα σε καταστρέφω και μετά σε επανασυναρμολογώ απ’ τα σπασμένα θρύψαλλά σου.
Και στο ενδιάμεσο η μπάντα να παρακολουθεί εύθυμη την άνοδο και την πτώση σου πίνοντας Μύθο, ανταλλάσοντας προσωπικά αστεία, παιχνιδιάρικα βλέμματα και γελώντας χαρούμενη. Θυμάμαι μια ατάκα του frontman «μα δε καταλαβαίνω γιατί ο κόσμος στις συναυλίες μας δε χορεύει. Εμείς παίζουμε μουσική για να χαίρεται, γιατί μελαγχολεί;». Παρά το δάκρυ κορόμηλο και τις ψυχολογικές μεταπτώσεις, ένα μειδίαμα ήταν μόνιμα ζωγραφισμένο στα χείλη. Ποτέ δε φανταζόμουν ότι μια μπάντα θα μπορούσε να με κάνει να θέλω να εξαφανιστώ ακαριαία και ταυτόχρονα θέλω να σκάσω από ευτυχία.
Οι άλλοι πάλι, πάνω στη σκηνή να σκάνε από τη ζέστη. Πετάν τα ρούχα, σηκώνουν τα μανίκια και ο Staples εκεί, ακάθεκτος να σκουπίζει τον ιδρώτα με τη πετσέτα που πέταγε κάθε φορά στο πάτωμα με θεατρικές κινήσεις. Στην αχλύ των φώτων το μάτι μου παίρνει ένα μισοάδειο ποτήρι κόκκινο κρασί στα πόδια του Boulter, μπερδεμένο μες τα καλώδια στη βάση των keyboards. Αυτός αφοσιωμένος συνεχίζει να χτυπάει το μεταλλόφωνο του. Με βλέμμα απλανές, ο ιπτάμενος Ιρλανδός ατένιζε το απέραντο υπερπέραν ενώ γρατζουνούσε την κιθάρα τραβώντας το tremolo. Είχε σκύψει με την πλάτη στο κοινό και έπαιζε χαμένος σε μια οδύσσεια του δικού του διαστήματος, λες και μείς δεν υπήρχαμε και ταυτόχρονα ήμασταν τα πάντα γι’ αυτόν. Η ματιά μου τον αφήνει και παρακολουθεί τον Staples. Τραβάει αιφνίδια μια πένα απ’ τις πολλές που έχει σφηνωμένες στη βάση του μικρόφωνου και πιάνει την, πατενταρισμένη με καλωδιάκια, ακουστική κιθάρα. Ο μόνος που δεν κατάφερα να κοιτάξω στα μάτια… γυρισμένος σχεδόν μονίμως στο πλάι, τραγουδώντας καθ’ όλη τη διάρκεια της συναυλίας με τα βλέφαρα νωχελικά κλειστά και έχοντας το σοπράνο σαξόφωνο του Andy να τον συνοδεύει στις μοναχικές του περιπλανήσεις.
Αυτή εν τω μεταξύ έχει φύγει, στην άλλη άκρη του κόσμου νομίζοντας ότι μπορεί να περπατήσει, ενώ τα δικά μου γόνατα έχουν κοπεί και το τσέλο με υπνωτίζει, τα πλήκτρα με νανουρίζουν, οι στίχοι μου ξεριζώνουν την καρδιά. Τα ντραμς με κρατούν ξύπνια και αφήνομαι να με παρασύρει η παλίρροια του Tyed. Τότε ένας παροξυσμός ήχων πλημμυρίζει το χώρο. Οι κιθάρες και τα μπάσα μεταμφιέζονται σε κύματα που σκάνε στα βράχια. Ακούω τον αχό ν’ ανεβαίνει απ’ τα απύθμενα βάραθρα της λήθης, το τσέλο να έρχεται σε οργασμό, τα ντραμς να εισβάλλουν δυναμικά, τα ντέφια να κροταλίζουν και όλα να σμίγουν σε μια βακχική ονειροφαντασία. Οι τοίχοι γύρω μου βυθίζονται, τα σανίδια τρέμουν. Κλείνω τα μάτια. Χρώματα εκρήγνυνται. Καλπάζω πάνω σε φλογισμένους κομήτες περνώντας μέσα από ήχο και φως σα καυτερός σίφουνας, παραδίνομαι στη μυστικιστική δύναμη του συναισθήματος, νιώθω τα τρίσβαθα της καρδιάς μου να συνθλίβονται και τους ερωτεύομαι ξανά και αιώνια.
Καρφίτσα δεν έπεφτε. Jiiiism ακούω πάλι τη φωνή. Χαμογελάω προσμένωντας. Λευκά φώτα φωτίζουν συνέχεια τη μπάντα…Μαύρος Καπνός την τυλίγει, Factory Girls, A Night in. Ανάμεσα στα τραγούδια το τζίνι άλλαζε τις κιθάρες του Staples σαν τα πουκάμισα.
«Κι αυτό είναι το τελευταίο»(τραγούδι, όχι πουκάμισο) αναγγέλλει ο τροβαδούρος. H μόνη πρόταση που μας απηύθυνε σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας εκτός από τα διακριτικά «thank you» ανάμεσα στα τραγούδια. Πάλι πετάω. Νανανα νανανα να νανα τους ακούς όλους μαζί να τραγουδούν, «νανανα νανανα να νανα» επαναλαμβάνω στο αυτί της Ρίτας. «Είναι δυνατόν;» ρωτάω. «Νανανα σε τραγούδι των Τindersticks;!;». Συνέρχομαι απ’ την αναπάντεχη έκπληξη, γυρνάω αντικρίζοντας τη σκηνή και απλά χαίρομαι που χαίρονται.
Χέρια ενώνονται. Το χειροκρότημα συνεχιζόταν 5 λεπτά. Αλαλάζοντες ακροατές ζητούσαν κι άλλο. Jiiiism. Άλλα δυο κομμάτια ακούστηκαν στο encore. Ακόμα στ’ αυτιά μου αντηχεί το μικροσκοπικό κύμβαλο τσέπης του μάγειρα. Και μετά κενό. Ένιωσα τη γη να χάνεται κάτω απ’ τα πόδια μου. Μιάμιση ώρα μεταμορφώθηκε σ’ ένα δευτερόλεπτο. Τόσο λίγο φάνηκε να κράτησε η συμφωνία πνευστών, εγχόρδων, κρουστών… Άντε και του χρόνου…
κείμενο
Κωνσταντίνα Λαμπροπούλου
φωτογραφίες
Κώστας Πετρίδης
Setlist:
Falling Down A Mountain
Keep You Beautiful
Marbles
Raindrops
Bathtime
Sometimes It Hurts
She Rode Me Down
Can We Start Again?
Marseilles Sunshine
She's Gone
The Other Side Of The World
Tyed
Black Smoke
Factory Girls
A Night In
Harmony Around My Table
Encore:
City Sickness
All The Love